- ταμιακός
- και ταμειακός, -ή, -ό / ταμιακός και ταμειακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ταμίας]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταμείονεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία και στο ταμείο («ταμειακές δυσχέρειες»)2. φρ. «ταμιακή μηχανή» — καταγραφική και αθροιστική μηχανή, που καταγράφει τις συναλλαγές μεταξύ εμπόρου και πελατών.επίρρ...ταμιακώς και ταμειακώς Ναπό ταμιακή άποψη, σε ό,τι αφορά το ταμείο ή τον ταμία.
Dictionary of Greek. 2013.